- ζώδιο(ν)
- τό1) мелкое животное; 2) знак зодиака; 3) перен. доля, участь; τό χει (или τώχει) το ζώδιο μου να... мне суждено...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζώδιο — το ζώδιου 1. μικρό ζώο. 2. ένα από τα 12 τμήματα του ζωδιακού κύκλου που αντιστοιχεί σ έναν αστερισμό, ο οποίος έχει το όνομα ενός ζώου: Σε ποιο ζώδιο γεννήθηκες; 3. η μοίρα κάθε ανθρώπου: Το ζώδιό μου δεν είναι καλό αυτόν το μήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζώδιο — το (AM ζῴδιον και ζωΐδιον, Μ και ζῳδείον) κάθε ένα από τα δώδεκα ίσα τμήματα τού ζωδιακού κύκλου, τα οποία φέρουν ως επί το πλείστον ονόματα ζώων νεοελλ. 1. μικρό ζώο, ζωάριο 2. η μοίρα, το μοιραίο, το γραφτό κάποιου («γεννήθηκε σε κακό ζώδιο»)… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
κριανός — κριανός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει στο ζώδιο τού Κριού, αυτός που γεννήθηκε κάτω από το ζώδιο τού Κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κριός + κατάλ. ανός (πρβλ. σκορπι ανός)] … Dictionary of Greek
Ιούνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. I. Γαλλίων (1ος αι. μ.Χ.). Ρήτορας. Ήταν συνήγορος της πρώτης αυτοκρατορικής περιόδου. Καταγόταν από την Ισπανία, ήταν φίλος του Σενέκα του πρεσβύτερου και υιοθέτησε τον γιο του, Νοβάτο. Φίλος… … Dictionary of Greek
άζουδος — η, ο 1. δυστυχισμένος, άμοιρος, κακορίζικος 2. ο χωρίς ενεργητικότητα, νωθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ζούδι < ζώδιον δηλ. άζουδος, «ο έχων κακό ζώδιο», ατυχής, άμοιρος. ΠΑΡ. αζουδεύομαι, αζουδιά] … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
αστερικός — ή, όν (Α ἀστερικός, ή, όν) [αστήρ] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεπρωμένο, το ριζικό του κάθε ανθρώπου όπως ορίζεται από το ζώδιό του αρχ. αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με τ αστέρια … Dictionary of Greek
αστρικός — ή, ό (AM ἀστρικός, ή, όν) [άστρον] αυτός που έχει σχέση με τ άστρα ή που προέρχεται απ αυτά νεοελλ. αρχ. το θηλ. ως ουσ. η αστρική 1. η αστρολογία 2. η μοίρα του ανθρώπου νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. Ι. το αστρικό 1. το πεπρωμένο, το ριζικό 2. ο… … Dictionary of Greek
διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… … Dictionary of Greek
ζυγιανός — ζυγιανός, ή, όν (Α) [ζυγός] αυτός που γεννήθηκε στο ζώδιο τού ζυγού, στον αστερισμό τού ζυγού … Dictionary of Greek